τυροποιῷ

τυροποιῷ
τυροποιός
cheese-maker
masc dat sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • τυροποιώ — έω, Α [τυροποιός] τυροκομώ …   Dictionary of Greek

  • ИЕРУСАЛИМ —    • Hierosolўma,          τὰ Ίεροσόλυμα или просто Σόλυμα, по еврейски Ieruschalajim, сильно укрепленный главный город Палестины, почти в середине Иудеи, в колене Виньяминовом, на нескольких холмах, на западном берегу ручья Кедрона.… …   Реальный словарь классических древностей

  • -ποιώ — ποιῶ, ΝΜΑ β συνθετικό ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής τα οποία αρχικά σχηματίστηκαν από ονόματα σε ποιός (πρβλ. αρτοποιώ < αρτοποιός, νεωτεροποιώ < νεωτεροποιός), ενώ στη συνέχεια το β συνθετικό ποιώ λειτούργησε ως παραγωγική… …   Dictionary of Greek

  • τυροκομώ — τυροκομῶ, έω, ΝΑ παρασκευάζω τυρί, τυροποιῶ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < τυρός + κομῶ (< κόμος*) πρβλ. ὀρνιθο κόμος] …   Dictionary of Greek

  • τυροποίηση — η, Ν μετατροπή σε τυρί. [ΕΤΥΜΟΛ. < τυροποιῶ. Η λ., στον λόγιο τ. τυροποίησις, μαρτυρείται από το 1890 στον Αθ. Σακελλάριο] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”